φαραντέυ

φαραντέυ
το, Ν
άκλ. μετρολ.-φυσ. μονάδα ποσότητας ηλεκτρικού φορτίου, που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροχημεία και η οποία ορίζεται ως η ποσότητα ηλεκτρισμού που απαιτείται για την απόθεση ενός γραμμοϊσοδυνάμου οποιουδήποτε ιόντος από ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια μιας ηλεκτρόλυσης, είναι δηλαδή κατά προσέγγιση 96.490 κουλόμ(π).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. faraday < όν. Άγγλου φυσικού Μichael Faraday].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φαραντέυ — ο, Ν φρ. α) «νόμος επαγωγής Φαραντέυ» φυσ. ποσοτική σχέση που συνδέει τη μεταβολή ενός μαγνητικού πεδίου με το ηλεκτρικό πεδίο το οποίο δημιουργείται ως αποτέλεσμα αυτής τής μεταβολής, αλλ. ηλεκτρομαγνητική επαγωγή β) «νόμος ηλεκτρόλυσης τού… …   Dictionary of Greek

  • κλωβός — ο (AM κλωβός) κλουβί νεοελλ. 1. καθετί που μοιάζει με κλουβί 2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης τού επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα 3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός τού Φάραντεϋ» μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή …   Dictionary of Greek

  • φαραδικός — ή, ό, Ν [φαράδιο] 1. ο σχετικός με τη θεωρία και τις ανακαλύψεις τού Φαραντέυ 2. φρ. «φαραδικό ρεύμα» διακοπτόμενο ασύμμετρο εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης που παράγεται στο δευτερεύον πηνίο ενός επαγωγέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”